Την έναρξη των εργασιών της 1ης Οικουμενικής Συνδιάσκεψης Ελλήνων Νομικών με θέμα “Προασπίζοντας το κράτος δικαίου και τη δικαιοσύνη-παγκόσμιες προκλήσεις και ο ρόλος της Τεχνητής Νοημοσύνης” κήρυξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας, στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Η συνδιάσκεψη διοργανώθηκε από την Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, από κοινού με την Ένωση Ελλήνων Δικηγόρων Νέας Υόρκης, την Ένωση Ελλήνων Δικηγόρων Αυστραλίας και τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο.
Η Συνδιάσκεψη αποτελεί σημαντικό γεγονός για το νομικό κόσμο της χώρας μας και τη διεθνή νομική κοινότητα, καθώς συμμετέχουν εξέχοντες νομικοί από την Ελλάδα,τις ΗΠΑ, την Αυστραλία και την Κύπρο.
Η θεματολογία εστιάζει σε κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν τη σύγχρονη Δικαιοσύνη και δικηγορία, όπως η προστασία των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου, η επίδραση της Τεχνητής Νοημοσύνης στα δικαστικά συστήματα και οι μηχανισμοί δικαστικού ελέγχου.
Στην έναρξη των εργασιών της συνδιάσκεψης απηύθυναν χαιρετισμό: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τασούλας, ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης,ο υφυπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Λοβέρδος, ο υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κύπρου,Μάριος Χαρτσιώτης, ο Δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας, η πρέσβυς Αυστραλίας ‘Αλισον Ντουκάν, ο πρόεδρος της Ολομέλειας Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Δημήτρης Βερβεσός, ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Δικηγόρων Αυστραλίας Ιωσήφ Τσαλανίδης, ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Δικηγόρων Νέας Υόρκης, Γεώργιος Ζαπάντης και ο πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου Μιχάλης Βορκάς.
Εναρκτήρια ομιλία του ΠτΔ στην 1η Οικουμενική Συνδιάσκεψη Ελλήνων Νομικών
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Αν. Τασούλας κήρυξε την έναρξη των εργασιών της 1ης Οικουμενικής Συνδιάσκεψης Ελλήνων Νομικών και απηύθυνε την εναρκτήρια ομιλία με τίτλο «Προασπίζοντας τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τη δικαιοσύνη. Παγκόσμιες προκλήσεις και ο ρόλος της Τεχνητής Νοημοσύνης».
Ακολουθεί η ομιλία του κ. Τασούλα:
«Με ιδιαίτερη χαρά απευθύνομαι σήμερα σε εσάς στην έναρξη της Πρώτης Οικουμενικής Συνδιάσκεψης Ελλήνων Νομικών. Η πραγματοποίηση αυτής της πρωτοβουλίας, που οφείλεται στην εξαιρετική οργάνωση της Ολομέλειας των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, σε συνεργασία με την Ένωση Ελλήνων Δικηγόρων Αυστραλίας, την Ένωση Ελλήνων Δικηγόρων Νέας Υόρκης και τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο, αποτελεί ένα σπάνιο και πολύτιμο παράδειγμα διασυνοριακής συνεργασίας και σηματοδοτεί την ενεργή σύμπραξη του νομικού κόσμου της Ελλάδας με τους Έλληνες νομικούς της διασποράς και τους αδελφούς Κυπρίους προς έναν κοινό στόχο: την προάσπιση της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και της Δικαιοσύνης, σε μια περίοδο παγκόσμιων μεταβολών και προκλήσεων.
Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη Συνδιάσκεψη λαμβάνει χώρα στον τόπο, όπου γεννήθηκε η Δημοκρατία, και αποσκοπεί στη συνεργασία νομικών ελληνικής καταγωγής που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές χώρες και νομικά συστήματα, αναδεικνύει τη διαχρονική οικουμενικότητα των ελληνικών αξιών, αντανακλά το βάθος των δεσμών και την ενότητα του Ελληνισμού εντός και εκτός των εθνικών συνόρων και υπερτονίζει τη συλλογική μας ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι σε κάθε γωνιά του κόσμου, οι θεμέλιοι πυλώνες της Δημοκρατίας θα συνεχίζουν να ζουν και να αναπτύσσονται.
Καθώς η Συνδιάσκεψη εστιάζει στην επίκαιρη και καθοριστική επίδραση της Τεχνητής Νοημοσύνης στη Δημοκρατία, το Κράτος Δικαίου και τη Δικαιοσύνη, ανοίγει ο διάλογος για το αν η τεχνολογική εξέλιξη ενισχύει ή απειλεί τον δημοκρατικό μας βίο.
Η δυνατότητα των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης να αναλύουν τεράστια δεδομένα, να λαμβάνουν αποφάσεις αυτοματοποιημένα και να αλληλεπιδρούν με την καθημερινή ζωή των πολιτών αποτελεί ταυτόχρονα ευκαιρία και πρόκληση.
Αναμφίβολα, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να λειτουργήσει ενισχυτικά για τη Δημοκρατία, παρέχοντας νέα εργαλεία διαβούλευσης και διευκολύνοντας την πρόσβαση των πολιτών στη δημόσια σφαίρα και την πληροφόρηση. Εξάλλου, ουσιαστικά πλεονεκτήματα μπορεί να προσφέρει η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης και στον τομέα της Δικαιοσύνης. Η επεξεργασία μεγάλων όγκων δεδομένων μπορεί να συμβάλει στη στατιστική παρακολούθηση της απονομής της δικαιοσύνης, εντοπίζοντας καθυστερήσεις, ασυνέπειες ή δομικές στρεβλώσεις. Μπορεί ακόμα να καταστεί πολύτιμος αρωγός στην επιτάχυνση της δικαιοσύνης, καθώς δύναται να διευκολύνει το έργο των δικαστών και των δικηγόρων, μέσω εξελιγμένων εργαλείων αναζήτησης και αποδελτίωσης της νομολογίας.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι όταν η Τεχνητή Νοημοσύνη τίθεται στην υπηρεσία των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος και πλαισιώνεται από θεσμικές εγγυήσεις, δεν απειλεί, αλλά ενδυναμώνει τη δημοκρατική λειτουργία.
Ωστόσο, η ίδια της η ισχύς και η ταχύτητα διάδοσής της καθιστούν απαραίτητη την κριτική εγρήγορση απέναντι στους κινδύνους που εγκυμονεί.
Στο πλαίσιο αυτό, η αποτίμηση της σχέσης μεταξύ της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και της Δικαιοσύνης αποτελεί αναγκαίο καθήκον κάθε Κράτους που θέλει να παραμείνει ελεύθερο, δίκαιο και δημοκρατικό.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι ουδέτερο τεχνολογικό εργαλείο. Οι αλγόριθμοι ενσωματώνουν αξίες, επιλογές και ιεραρχήσεις συμφερόντων. Σε καθεστώτα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπου η λογοδοσία και η συμμετοχή των πολιτών συνιστούν πυλώνες νομιμοποίησης, η μεταφορά της εξουσίας λήψης αποφάσεων σε μηχανισμούς που στερούνται διαφάνειας και καταλογισμού ευθυνών δημιουργεί ρήγματα στην ίδια τη δημοκρατική αρχιτεκτονική. Η τεχνολογική μετάθεση της πολιτικής βούλησης σε οντότητες αόρατες, μη ελέγξιμες και αποκομμένες από τις αρχές της πολιτικής αντιπροσώπευσης είναι με βεβαιότητα επικίνδυνη για το πολίτευμα.
Η Δημοκρατία, περαιτέρω, δεν προϋποθέτει απλώς την ελευθερία έκφρασης. Προϋποθέτει συνθήκες ουσιαστικής πρόσβασης σε πλουραλιστική, αξιόπιστη και ανεπηρέαστη πληροφόρηση. Χωρίς αυτές τις συνθήκες, διακυβεύεται η ικανότητα των πολιτών να αποφασίζουν ελεύθερα, βάσει πραγματικών δεδομένων και ανεπηρέαστοι από αλγοριθμικά προσανατολισμένες επιρροές. Σε ένα περιβάλλον, όμως, όπου η Τεχνητή Νοημοσύνη λειτουργεί de facto ως «πολιτειακός παράγοντας» εισβάλλοντας στις δομές πληροφόρησης και επηρεάζοντας τι βλέπει κάθε πολίτης, πώς ενημερώνεται και σε ποιον δίνει προσοχή, η ίδια η βάση της δημοκρατίας -η ελεύθερη και ορθολογική διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης- τίθεται εν αμφιβόλω. Πολλώ δε μάλλον, όταν η Τεχνητή Νοημοσύνη αξιοποιείται για τη δημιουργία «ηχοθαλάμων» (echo chambers), την ενίσχυση προκαταλήψεων ή ακόμη και την κατασκευή ψευδών αναπαραστάσεων μέσω εξελιγμένων τεχνολογιών όπως τα deepfakes, εγείροντας ζητήματα σχετικά με την αυθεντικότητα της έκφρασης της εκλογικής βούλησης.
Το Κράτος Δικαίου, από την άλλη, δεν εξαντλείται στη νομιμότητα, αλλά ενσωματώνει τη διαφάνεια, τη λογοδοσία, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τον σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα, καθώς και μηχανισμούς αποτελεσματικής προστασίας του πολίτη απέναντι σε τυχόν αυθαιρεσίες της κρατικής εξουσίας.
Πώς όμως διασφαλίζεται η διαφάνεια, η αιτιολόγηση και ο έλεγχος των διοικητικών πράξεων όταν αυτές προκύπτουν από αυτοματοποιημένα συστήματα, των οποίων ούτε η λειτουργία είναι διαφανής, ούτε η προέλευση γνωστή, ούτε η ευθύνη προσδιορισμένη; Ο αλγοριθμικός προσδιορισμός επιδομάτων, η χρήση αυτοματοποιημένων συστημάτων για φορολογικούς ή ποινικούς ελέγχους γεννούν κρίσιμα ζητήματα για το δικαίωμα των πολιτών να γνωρίζουν από ποιον, γιατί και με ποια διαφανή, ελέγξιμα και επαρκώς αιτιολογημένα κριτήρια επηρεάζεται η ζωή τους. Ομοίως, ο αλγοριθμικός έλεγχος πράξεων ή αποφάσεων επιβάλλει νέες μορφές θεσμικής επιτήρησης. Η νομιμότητα δεν πρέπει να εξαρτάται από τη συνθετότητα του κώδικα ή την αυθεντία του προγραμματιστή. Οφείλει να επανεπιβεβαιώνεται μέσα από την εγγύηση δικαστικού ελέγχου και την ενίσχυση των μηχανισμών διαφανούς τεκμηρίωσης των τεχνολογικών διαδικασιών. Σε κάθε περίπτωση, είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του Κράτους Δικαίου να διατηρήσουμε τον άνθρωπο στο επίκεντρο της δημόσιας δράσης, ώστε να μην οδηγηθούμε σε έναν τεχνοκρατικό συγκεντρωτισμό.
Η Δικαιοσύνη είναι ο χώρος όπου η τεχνητή νοημοσύνη έχει ήδη αρχίσει να εισέρχεται -με εργαλεία αυτόματης ανάλυσης νομολογίας, «ευφυή» συστήματα πρόβλεψης αποφάσεων και αυτοματοποιημένες διαδικασίες επίλυσης διαφορών.
Εδώ, όμως, οφείλουμε να σταθούμε με ιδιαίτερη προσοχή. Η απόδοση της Δικαιοσύνης δεν είναι μία τεχνική εργασία. Είναι η πραγμάτωση της ανθρώπινης κρίσης και συνείδησης επί συγκεκριμένων διαφορών μέσω της νομικής αξιολόγησης των ιδιαίτερων περιστάσεων και της ερμηνείας των κανόνων δικαίου με γνώμονα το Σύνταγμα, τους νόμους και τις δικαιϊκές αρχές.
Υπό το πρίσμα αυτό, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να προσφέρει εργαλεία, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανθρώπινη κρίση. Μπορεί να διευκολύνει την απονομή της δικαιοσύνης, αλλά όχι να υποκαταστήσει τον φυσικό δικαστή. Αν παραδώσουμε τη δικαστική λειτουργία -ακόμη και μέρη της- σε μηχανισμούς χωρίς συνείδηση, χωρίς ενσυναίσθηση, χωρίς κατανόηση της αρχής της επιείκειας και της αρχής της αναλογικότητας και χωρίς βιωματική αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας, κινδυνεύουμε να οικοδομήσουμε ένα κέλυφος δικαίου, απαλλαγμένο όμως από το περιεχόμενο της δικαιοσύνης.
Για τους δικηγόρους, η Τεχνητή Νοημοσύνη λειτουργεί ταυτοχρόνως ως πολύτιμο εργαλείο αλλά και ως παράγοντας που μεταβάλλει προοδευτικά τη φυσιογνωμία του επαγγέλματος. Από τη μία πλευρά, προσφέρει σημαντικά εργαλεία που μπορούν να αναβαθμίσουν τις συνθήκες εργασίας τους: η αυτοματοποιημένη νομική έρευνα, η σύνταξη προσχεδίων, η ταχύτατη επεξεργασία νομολογίας ή η οργάνωση τεράστιων όγκων εγγράφων συμβάλλουν στην εξοικονόμηση χρόνου και στην αναβάθμιση της ποιότητας της νομικής τεκμηρίωσης. Από την άλλη, ωστόσο, η ευκολία αυτή συνοδεύεται από τον κίνδυνο απώλειας μιας κρίσιμης δεξιότητας: εκείνης της βαθιάς, μεθοδικής νομικής έρευνας και του σύνθετου αναλυτικού στοχασμού, στοιχείου ταυτοτικού για το δικηγορικό επάγγελμα. Στην εποχή, μάλιστα, της ταχύτητας, δεν είναι τυχαίο ότι η υπερπροσφορά άμεσων, αν και συχνά επιφανειακών ή λανθασμένων απαντήσεων, οδηγεί ολοένα και περισσότερους πολίτες στο να ζητούν νομικές συμβουλές όχι από τον δικηγόρο, αλλά από ψηφιακές πλατφόρμες ή αυτόματα εργαλεία. Έτσι, η δουλειά του δικηγόρου καταλήγει συχνά να είναι η αποδόμηση μύθων και παρανοήσεων που δημιουργούν αυτά τα μέσα. Την ίδια στιγμή, η είσοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης στη Διοίκηση και τη Δικαιοσύνη με τη μορφή αυτοματοποιημένων αποφάσεων φέρνει τον δικηγόρο αντιμέτωπο με νέες προκλήσεις: πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζει πότε μια τέτοια απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας, να αμφισβητεί τη νομιμότητά της και να διασφαλίζει ότι η τεχνολογία δεν υποκαθιστά τη θεσμική εγγύηση της ανθρώπινης κρίσης.
Ο δικηγόρος του αύριο, συνεπώς, δεν θα είναι λιγότερο απαραίτητος· θα είναι όμως απαραίτητος με διαφορετικούς όρους, σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία ανασχεδιάζει τα όρια της ευθύνης και της ίδιας της νομικής πρακτικής.
Σε αυτό το ρευστό τοπίο, όπου η τεχνολογία μετασχηματίζει το παγκόσμιο γίγνεσθαι, η νομική επιστήμη δεν έχει το περιθώριο να μείνει παρατηρητής. Οφείλει να διαμορφώσει θεσμικά και κανονιστικά εργαλεία και να διασφαλίσει την εναρμόνιση των τεχνολογικών καινοτομιών με τις θεμελιώδεις αξίες της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και της Δικαιοσύνης. Ας αξιοποιήσουμε αυτή τη Συνδιάσκεψη, λοιπόν, ως πεδίο για να ανταλλάξουμε εμπειρίες, να χαράξουμε κοινή στρατηγική και να καταδείξουμε ότι οι ομοεθνείς νομικοί, εντός και εκτός της Ελλάδας, παραμένουν αποφασισμένοι να προασπίσουν τις θεμελιώδεις αυτές αξίες με θεσμική τόλμη, τεχνολογική παιδεία και διεθνή συνεργασία.
Με αυτές τις σκέψεις και προσδοκίες, κηρύσσω την έναρξη της Συνδιάσκεψης και εύχομαι επιτυχείς και γόνιμες εργασίες».