Η αρχή του τέλους της Ελληνικής Παρουσίας στην Μικρά Ασία

Η αρχή του τέλους της Ελληνικής Παρουσίας στην Μικρά Ασία:  Η προετοιμασία  για τη μεγάλη περιπέτεια 

Γράφει ο Στρατής Χαραλάμπους 

 

Μία στρατιωτική  επιχείρηση  και μάλιστα εκτός των συνόρων μιας χώρας απαιτεί έγκαιρο σχεδιασμό, καλή προετοιμασία των  ενόπλων δυνάμεων και  του λαού για να την  στηρίξει,  σε συνδυασμό με την πλήρη κινητοποίηση του κράτους.

Η σχεδίαση  της επιχείρησης   και η προπαρασκευή  των ενόπλων δυνάμεων  θα πρέπει να βασίζονται σε ακριβείς πληροφορίες για το έδαφος, τις δυνάμεις και τον πληθυσμό της περιοχής της επιχείρησης.

Δυστυχώς, η ταχύτης λήψης της απόφασης για την αποστολή του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, η  ασάφεια της αποστολής ( για τους ξένους ήταν ξεκάθαρη –επιβολή της τάξης στη Σμύρνη)  σε σχέση με αυτό που επιθυμούσε η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός(προσάρτηση) και η έλλειψη σωστών  πληροφοριών ή η διοχέτευση ανακριβών πληροφοριών, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τα θλιβερά συμβάντα κατά την απόβαση στη Σμύρνη  και την επέκταση της κατοχής,  που αμαύρωσαν το γόητρο του Ελληνικού Στρατού.

Το Γενικό Στρατηγείο έλαβε την  εντολή για την   κατάληψης της Σμύρνης στις 24 Απριλίου( 07 Μαίου ) 1919.

Η αποστολή  ανατέθηκε στην 1η Μεραρχία Πεζικού, που βρισκόταν στην περιοχή της Καβάλας  και προετοιμάζονταν να μεταβεί  στη  Ρουμανία, όπου βρισκόταν το Α’ Σώμα Στρατού στο οποίο υπάγονταν.

Η  συγκέντρωση των απαιτούμενων μεταγωγικών καθώς και της Μοίρας των πολεμικών πλοίων(μεικτής από Βρετανικά και Ελληνικά πολεμικά σκάφη) για τη συνοδεία, η φόρτωση του  προσωπικού και  του υλικού και το κυριότερο η αναβλητικότητα του πρωθυπουργού σχετικά με τον απόπλου της νηοπομπής (οφείλονταν στην μη έγκαιρη άφιξη της συμμαχικής Μοίρας στο λιμάνι της Σμύρνης   και στις παλινωδίες του Συμβουλίου για το χρόνο ενημέρωσης της Ιταλίας και της Τουρκίας ) δεν συνέβαλαν στον ομαλό απόπλου της Μεραρχίας.

Τελικά το πρώτο κλιμάκιο της νηοπομπής απέπλευσε από το λιμάνι των Ελευθερών στις 1700 της 30 Απριλίου(13 Μαΐου)  1919 και έφτασε ανοικτά του Κόλπου της Γέρας Λέσβου το μεσημέρι της  επόμενης, όπου  παρέμεινε σε αναμονή μέχρι να δοθεί η άδεια προσέγγισης στο λιμάνι της Σμύρνης από τον επικεφαλής της συμμαχικής Μοίρας  Άγγλο ναύαρχο Κάλθορπ.

Έναρξη Μικρασιατικής Εκστρατείας- Αποβίβαση Ελληνικών Δυνάμεων στη Σμύρνη (2 Μαΐου 1919)

 Η απόβαση στη Σμύρνη-Επεισόδια

Ξημέρωνε η 15η Μαΐου ημέρα Πέμπτη  τα  κατάρτια των εμπορικών πλοίων που μετέφεραν την 1η Μεραρχία άρχισαν να ξεπροβάλλουν στον ορίζοντα και να προσεγγίζουν τα σημεία της αποβίβασης. Νωρίτερα είχαν πραγματοποιηθεί οι προπαρασκευαστικές εργασίες  και είχαν εγκατασταθεί οι οδηγοί που θα οδηγούσαν τα συντάγματα στους τελικούς τους προορισμούς.

Πλήθος κόσμου με σημαίες άρχισε να συρρέει στο λιμάνι της Σμύρνης και ο  εθνομάρτυρας Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ήταν έτοιμος μπροστά στη Λέσχη των Κυνηγών να ευλογήσει τα ελληνικά στρατεύματα. .

Οι σκηνές που ακολούθησαν  θύμιζαν κάτι άλλο εκτός από πολεμική   επιχείρηση, αισθήματα αγαλλίασης και εθνικής υπερηφάνειας κυριαρχούσαν στις καρδιές των μέχρι τότε υπόδουλων Ελλήνων κατοίκων της Ιωνίας.

Κανένας  τότε δεν μπορούσε να προβλέψει το άδοξο τέλος, μετά τρία και πλέον χρόνια,  όταν θα έπεφτε η αυλαία της μικρασιατικής περιπέτειας  στην ίδια πανέμορφη προκυμαία. Αντίθετα πίσω στην τουρκική συνοικία, στο διοικητήριο και  στους  στρατώνες  αισθήματα απογοήτευσης αλλά και  αυξανόμενου  μίσους πλημμύριζαν  τα στήθη  των  επί αιώνες  κατακτητών.

Στη γειτονιά των Λεβαντίνων αλλά και σχεδόν σε όλους τους εκπροσώπους των άλλων χωρών κυριαρχούσε η καχυποψία και η ενδόμυχη αμφιβολία για το εγχείρημα της Ελλάδας, ενώ η «σύμμαχος»  Ιταλία απροκάλυπτα συνεργάζονταν με τους τούρκους για την ελληνική αποτυχία.

Όπως προαναφέρθηκε ένα τάγμα του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων έπρεπε να αποβιβαστεί νότια στην Καραντίνα, άγνωστο για ποιο λόγο ο πλοίαρχος Μαυρουδής που ήταν υπεύθυνος για την αποβίβαση, χωρίς να ενημερώσει τον διοικητή της Μεραρχίας, διέταξε το πλοίο να προσεγγίσει την προκυμαία και να αποβιβάσει το τάγμα. Ο Διοικητής της Μεραρχίας μόλις ενημερώθηκε απευθύνθηκε στον πλοίαρχο Μαυρουδή ο οποίος δικαιολογήθηκε ότι,  η αλλαγή αυτή έγινε λόγω της  συγκέντρωσης των   τούρκων στο εβραϊκό νεκροταφείο  και για την  αποφυγή πιθανής σύγκρουσης.

Η άποψη ενός αυτόπτη μάρτυρα  του Μιχάλη Ροδά είναι τελείως διαφορετική «….βάσει του σχεδίου το σύνταγμα ευζώνων έπρεπε να αποβιβαστεί ολόκληρο στην Καραντίνα, λόγω όμως της μικρής  ξύλινης αποβάθρας, η οποία δεν θα άντεχε σε μεγάλο βάρος έγινε αλλαγή και τα δύο τάγματα αποβιβάστηκαν στην προκυμαία και  μόνο  ένα θα πήγαινε στην Καραντίνα. Δυστυχώς όμως και αυτό αποβιβάστηκε στην προκυμαία..».

Αποτέλεσμα αυτής της κακής σχεδίασης-εκτέλεσης  της επιχείρησης της αποβίβασης  ήταν να  βρεθεί  το   Σύνταγμα ευζώνων μακριά από τον αντικειμενικό του σκοπό . Κατόπιν τούτου ο διοικητής του αποφάσισε να προχωρήσει από  την  παραλιακή  κατεύθυνση, αγνοώντας τις συμβουλές του ιδιώτη οδηγού του 4ου Συντάγματος  και να παρελάσει με τα  όπλα «αναρτήσατε» μπροστά από τους τουρκικούς στρατώνες.

Η ενέργεια αυτή κρίθηκε σωστή από τον προϊστάμενο του διότι «..έπρεπε να κινηθεί το γρηγορότερο προς τον αντικειμενικό του σκοπό,…προτιμούσα να πραγματοποιήσει το τρίτο τάγμα των ευζώνων βίαια απόβαση στην Καραντίνα παρά που με πρωτοβουλία του πλοίαρχου Μαυρουδή αποβιβάστηκε στο Κε (προκυμαία)..τούτο θα απέτρεπε την τουρκική αντίσταση διότι θα ήταν περικυκλωμένη…η αποχώρηση του πλοίου «Ατρόμητος» με το τρίτο τάγμα και η προσέγγιση στην προκυμαία του  έδωσε θάρρος..».

F

  Μόλις οι  οργανωμένοι τούρκοι αντίκρισαν την ελληνική σημαία  να περνά μπροστά από τους στρατώνες έριξαν πυροβολισμούς,  αμέσως οι εύζωνοι πήραν  θέσεις μάχης και επιτέθηκαν κατά του διοικητηρίου, στρατώνων και φυλακών. Συνελήφθησαν σχεδόν όλοι οι στρατιωτικοί και οι υπάλληλοι καθώς και οι ηγήτορες (Νομάρχης, διοικητής 17ου Σώματος στρατού, αξιωματικοί κλπ) και οδηγήθηκαν, όχι με την πρέπουσα συμπεριφορά,  στο πλοίο «Πατρίς»  . Ταυτόχρονα ομάδες παρανόμων και πλιατσικολόγων  και από τις δυο πλευρές επιδόθηκαν στο έργο τους. Τα  επεισόδια αστραπιαία, μέσω των τηλέγραφων και των ασυρμάτων των πολεμικών πλοίων, διαδόθηκαν  σε όλη την Ευρώπη και την Τουρκία. Οι  Ιταλοί απαίτησαν την απόβαση  συμμαχικών αποσπασμάτων για την επιβολή της τάξης, αλλά ο ναύαρχος Κάλθροπ αρνήθηκε. Τα επεισόδια μειούμενα συνεχώς κράτησαν μέχρι το μεσημέρι της επόμενης  και έληξαν όταν η ελληνική στρατιωτική διοίκηση επέβαλε την τάξη και ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης,  παράλληλα με τις πολιτικές τουρκικές αρχές.

Με την επιβολή της ελληνικής κατοχής οι ομάδες αντίστασης των τούρκων (ιδιώτες και στρατιωτικοί ) εγκατέλειψαν την πόλη και άρχισαν να οργανώνονται στην ύπαιθρο  . Σύμφωνα με την άποψη   που επικράτησε στην τουρκική ιστοριογραφία, ο πρώτος πυροβολισμός ρίχθηκε από τον  ιδιοκτήτη και αρχισυντάκτη της τουρκικής εφημερίδας «Hukuk-u Beşer-Ανθρώπινα δικαιώματα»  HasanTahsin,  ο οποίος και σκοτώθηκε επί τόπου. Είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και το πραγματικό του όνομα ήταν Osman Nevres, τελείωσε το Λύκειο και με κρατική υποτροφία σπούδασε στο Παρίσι. Οργανώθηκε σαν πράκτορας στην πρόδρομο της σημερινής υπηρεσίας πληροφοριών(ΜİΤ)  της Τουρκίας,  « Teşkilat-ı Mahsusa», που  είχε ιδρύσει  το Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος». Συμμετείχε στην απόπειρα δολοφονίας, στο Βουκουρέστι τον Οκτ 1914, κατά των Άγγλων δημοσιογράφων-πρακτόρων αδελφών Buxton, όπου συνελήφθηκε και φυλακίστηκε. Απελευθερώθηκε το 1916, περιπλανήθηκε στην Ευρώπη και το 1918 έφθασε στη Σμύρνη . Αν και ιστορικά δεν έχει αποδειχθεί η παραπάνω άποψη ,  η ιδιότητα και το ιστορικό του παραπάνω τούρκου  αποδεικνύουν περίτρανα την εμπλοκή των οργανώσεων του Κομιτάτου στην τουρκική εθνική αντίσταση καθώς και των υπηρεσιών της κυβέρνησης του Σουλτάνου.

  Η σύγχυση που επικρατούσε τότε στην οθωμανική διοίκηση σχετικά με την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη φαίνεται ξεκάθαρα από τη δίκη που έγινε τον Οκτ 1920 στην Πόλη,  μετά από αίτημα του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου CevatPaşa με κατηγορούμενους το διοικητή του 17ου Σ. Σ. AliNadirPaşa και τον επιτελάρχη του. Από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων προκύπτει ότι ο πρώτος πυροβολισμός(κατά την τουρκική άποψη) έπεσε από την ομήγυρη των ντόπιων Ελλήνων που κινούνταν μαζί με τη φάλαγγα του Συντάγματος ευζώνων. Το δικαστήριο αθώωσε μεν τους κατηγορούμενους, λόγω έλλειψης διαταγών από το υπουργείο στρατιωτικών αλλά δέχθηκε την κατηγορία για «πλημμελή διοίκηση» τονίζοντας ότι  «..αν και είχαν ενημερωθεί πριν 2-3 ημέρες από Ιταλό αξιωματικό ότι επίκειται ελληνική  απόβαση,  δεν φρόντισαν να αποσύρουν από την πόλη  το στρατό  στα γύρω υψώματα και να  αποκαταστήσουν  σύνδεσμο με την ελληνικήδιοίκηση. Επέλεξαν  να παραμείνουν άπραγοι στους στρατώνες και να παραδοθούν στον εχθρό, σηκώνοντας λευκή σημαία. Αντίθετα επαίνεσε τον διοικητή της 56ης Μεραρχίας ο οποίος εγκατέλειψε τον στρατώνα και μαζί με αυτούς που τον ακολούθησαν κινήθηκαν  προς το Αϊδίνη, όπου εντάχθηκαν στην εθνική αντίσταση.» Βέβαια ο χρόνος της δίκης (περίπου 15 μήνες μετά την ελληνική απόβαση στη Σμύρνη) δείχνει  την σκοπιμότητα των εμπλεκόμενων να φανούν αρεστοί στην Άγκυρα και στον Κεμάλ.

Σχετικά με την έναρξη των επεισοδίων κατά τις πρώτες ώρες της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης υπάρχει και η εκδοχή της από κοινού συνεργασίας Ιταλών και τούρκων,  προκειμένου να δημιουργηθούν  έκτροπα και να δυσφημιστεί η Ελλάδα.   Στην άποψη αυτή συντείνει και το γεγονός ότι κατά τις πρώτες ημέρες της κατοχής οι Ιταλοί κάτοικοι της Σμύρνης σκηνοθετούσαν επεισόδια για να δυσφημίσουν τον ελληνικό στρατό. Την άποψη της ενέδρας που στήθηκε στο τμήμα του συντάγματος ευζώνων, που κινήθηκε μέσω της παραλιακής προς Καραντίνα ,υποστηρίζει και ο διοικητής της Μεραρχίας Συνταγματάρχης Ζαφειρίου στην έκθεση του προς τον Αρχιστράτηγο Παρασκευόπουλο. Η ενέδρα, που ενισχύθηκε με  πρόχειρα  χαρακώματα στην είσοδο της οδού προς Καραντίνα μέσω της τουρκικής συνοικίας, περιλάμβανε τις φυλακές, το διοικητήριο και τμήματα σε πλοιάρια στη θάλασσα.

Η  διοίκηση του ελληνικού στρατού κατοχής, μετά την καταστολή των επεισοδίων και την αποκατάσταση της τάξης  στην πόλη, όρισε φρούραρχο και επάνδρωσε τα αστυνομικά τμήματα και ταυτόχρονα διατήρησε τους τούρκους αστυνομικούς(άοπλους).  Αμέσως συγκρότησε έκτακτο στρατοδικείο και τιμώρησε παραδειγματικά τους συλληφθέντες Έλληνες και τούρκους εφαρμόζοντας  ακόμη και την ποινή της εκτέλεσης . Παράλληλα σε συνεργασία με τον Άγγλο ναύαρχο Κάλθροπ ζήτησε και πέτυχε την απομάκρυνση του εναπομείναντος τουρκικού στρατού (κυρίως αξιωματικοί με τις οικογένειες των) με πλοίο στα Μουδανιά.

Σχετικά με τον αριθμό των απωλειών κατά τα  αιματηρά επεισόδια των πρώτων ημερών της ελληνικής απόβασης έχουν γραφεί διάφοροι ανακριβείς αριθμοί.

Η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού δεν δίνει συγκεκριμένα νούμερα  καθ’ όσον ήταν αδύνατον να εξακριβωθούν, ιδιαίτερα στην τουρκική πλευρά, όπου οι δηλωθέντες σαν εξαφανισμένοι είχαν εγκαταλείψει τη Σμύρνη μαζί με τα τουρκικά στρατεύματα.

Στην έκθεση της συμμαχικής ανακριτικής επιτροπής  αναφέρονται  τα εξής:  «2 νεκροί  Έλληνες στρατιωτικοί και 6 τραυματίες, πολίτες (χωρίς διάκριση) 20 νεκροί και 20 πνιγμένοι και 60 τραυματίες». Ο πρωθυπουργός Ε.Βενιζέλος ενημέρωσε σχετικά το Γάλλο πρόεδρο Κλεμανσώ  στις 29 Μαΐου 1919 και ανέφερε για  τους νεκρούς , «…62 Έλληνες  (στρατιωτικοί-πολίτες), 78 τούρκοι(στρατιωτικοί και πολίτες), 1 εβραίος και 22 άλλων εθνικοτήτων» .

Η  τουρκική πλευρά αναφέρει για 100 νεκρούς Έλληνες και 300-400 τούρκους . Ο τούρκος νομάρχης İzzetbey στην αναφορά του προς την ανακριτική επιτροπή αναφέρει για 15 περίπου νεκρούς (Έλληνες και τούρκους ) στην προκυμαία και 8-10 μέσα στο διοικητήριο. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο τούρκος νομάρχης αναφέρει ότι μεταφέρθηκε στο πλοίο  «Πατρίς»,  αφού πήρε όλα τα έγγραφα από το γραφείο του με όχημα και τη βοήθεια του υπαλλήλου του ελληνικού προξενείου Λιάτη.

Από τα παραπάνω  προκύπτει ξανά  η  διαπίστωση ,για την έλλειψη σωστού σχεδιασμού και συντονισμού όλης της επιχείρησης και  επί πλέον διαπιστώνονται τα παρακάτω :

  • Η δύναμη που διατέθηκε ήταν ανεπαρκής και όχι καλά προετοιμασμένη για μια τέτοια επιχείρηση με πολιτικές διαστάσεις (χειρισμό πληθυσμού στην πλειοψηφία του  εχθρικού).Τούτο προσπάθησε να το καλύψει το Γενικό Στρατηγείο αλλά οι ενισχύσεις έφθαναν στάγδην και όχι συγκροτημένες μεγάλες μονάδες. Άλλωστε δεν  υπήρχαν διαθέσιμες, αφού το Α’ Σ. Σ. ήταν στη Ρωσία, μονάδες είχαν διατεθεί για την απελευθέρωση της Δ. Θράκης και υπήρχε ετοιμότητα για κατάληψη της Κορυτσάς (σε αντικατάσταση των Γαλλικών στρατευμάτων) κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
  • Η αποστολή του πλοιάρχου Μαυρουδή μπορεί στον ανθρωπιστικό τομέα να ήταν απόλυτα επιτυχής αλλά στον επιχειρησιακό και κυρίως στην απόκτηση σωστών  πληροφοριών απέτυχε παταγωδώς και μάλιστα σε ένα περιβάλλον όπου πλειοψηφούσε το ελληνικό στοιχείο.
  • Ο συντονισμός-συνεργασία μεταξύ του  διοικητού της  Μεραρχίας και του πλοιάρχου Μαυρουδή  ήταν προβληματικός, όπως αποδείχθηκε κατά την απόβαση.
  • Η αποστολή στην 1η Μεραρχία ήταν ασαφής και χωρίς συγκεκριμένα όρια, οι ξένες πηγές αναφέρουν ότι το Ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο, στην ουσία οι «τρεις μεγάλοι» Ουίλσον, Λόυντ Τζώρτζ και Κλεμανσώ, προσδιόρισαν την ελληνική κατοχή στο Σαντζάκι της Σμύρνης. Όπως θα δούμε παρακάτω η επέκταση της κατοχής (Αϊβαλή, Πέργαμος, κλπ)   γινόταν με συνεχή τηλεγραφήματα  από το Παρίσι και όχι βάσεις ενός σχεδίου όπου θα καθόριζε τον τελικό αντικειμενικό σκοπό. Ο δε σχεδιασμός γινόταν «γρήγορα και πρόχειρα, τρέχοντας πίσω από τα γεγονότα».
  • Το κυριότερο πρόβλημα όμως είχε σχέση με το μέγεθος και το είδος της αντίστασης που συνάντησε ο ελληνικός στρατός. Το επιτελείο της μεραρχίας, οι αξιωματικοί αλλά και οι στρατιώτες είχαν προετοιμαστεί για ένα «στρατιωτικό περίπατο» σε μια ηττημένη χώρα, όπου θα έπρεπε να συμπεριφερθούν με «αβρότητα και καλοσύνη  προκειμένου να κερδίσουν τον τουρκικό πληθυσμό». Η πραγματικότητα ήταν όμως τελείως διαφορετική και σκληρή για τον ελληνικό στρατό κατά την επέκταση της κατοχής, που ακολούθησε την κατάληψη της Σμύρνης .  Οι νικήτριες δυνάμεις του   Α’  Π .Π. ,   με την ισχνή τους στρατιωτική   παρουσία στην περιοχή της  Ανατολής  ,  προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους  και αναζητούσαν   τη Χώρα που θα αναλάμβανε το δύσκολο έργο της επιβολής των όρων της Συνθήκης  ανακωχής του Μούδρου (17 Οκτ 1918 )  στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Συμπέρασμα

Η  Ελλάδα στο  πλευρό των νικητών  υπό την ηγεσία του Βενιζέλου , που ήλθε  στην εξουσία με την δύναμη  των γαλλικών όπλων και μετά από ένα φοβερό διχασμό της κοινωνίας  και ιδιαίτερα του στρατεύματος ,  εκμαίευσε την εντολή των Συμμάχων  χωρίς να εξασφαλίσει την έγγραφη στήριξη τους   το κυριότερο όμως  δίχως να μελετήσει ,  σε σχέση με τις δυνατότητες της Χώρας , την όλη επιχείρηση . Έτσι μέσα σε κλίμα εθνικής αγαλλίασης  στις 2 Μαΐου 1919 (π.η.)το  άγημα της Ιης Μεραρχίας αποβιβάστηκε  στο λιμάνι της Σμύρνης  και η  Ελλάδα ριχνόταν στην τρίχρονη Μικρασιατική περιπέτεια .

Το κυρίαρχο ερώτημα  ,που αβίαστα έρχεται στο μυαλό κάθε  Έλληνα    είναι   αν έπραξε καλώς η  ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει μόνη της , χωρίς ουσιαστική βοήθεια από τους  συμμάχους ( Αγγλία-Γαλλία – Ιταλία –Entente)   την αποστολή αυτή ,  αν και οι εισηγήσεις φίλων και αντιπάλων στρατιωτικών  ήταν αρνητικές;  Η οποία  αποτελούσε <<όνειρο>>  του Βενιζέλου από το 1915  και αναγκαιότητα της εποχής,  μετά δε και τον πρώτο διωγμό το 1914 περίπου μισού εκατομμυρίου Ελλήνων από τη Δυτική Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη από τους Νεότουρκους.

Δύσκολη  απάντηση  κρίνοντας όμως τελικά από τα τραγικά αποτελέσματα,  έστω και μετά από έναν αιώνα και πλέον και χωρίς να έχουμε ζήσει στις συνθήκες της ταραγμένης τότε εποχής,   η ζυγαριά γέρνει προς την πλευρά του Όχι.

 

Μυτιλήνη 3 Μαΐου 2025

 Στρατής Χαραλάμπους Αντγος(ΠΒ) ε.α. -Μέλος της Εταιρείας                  Λεσβιακών Μελετών.

Σημείωση: Απόσπασμα από το βιβλίο μου με τίτλο «Μικρασιατική Εκστρατεία , τα Βήματα προς την Καταστροφή» , σελ. 101 και 112-118.

Μικρασιατική Εκστρατεία: Τα βήματα προς την καταστροφή

Facebook
Twitter
Email