Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου παραμένει για 106 χρόνια μια ανοιχτή πληγή

Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους.

Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.

Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.

Το 1908 ήταν μια χρονιά – ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.

Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.

Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.

Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!

Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».

Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του.

Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.

Το Οθωμανικό καθεστώς, το κίνημα των Νεότουρκων και μετέπειτα το Κεμαλικό κίνημα απάντησαν στο αίτημα της ιστορίας για εκδημοκρατισμό των πολιτικών θεσμών, για βαθιές κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, με την εξολόθρευση και τον ξεριζωμό αυτοχθόνων αλλοεθνών ομάδων όπως οι Ελληνες Πόντιοι. Το Νεοτουρκικό και Κεμαλικό σχέδιο δημιουργίας ενός ομοιογενούς εθνικά τουρκικού κράτους-έθνους προϋπέθετε την εθνική εκκαθάριση με τη συστηματική γενοκτονία των αυτοχθόνων λαών.

Ενας μεγάλος αριθμός, τριακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες (353.000) Πόντιοι σε ένα σύνολο επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000) εξαφανίσθηκαν με τη μέθοδο των διώξεων και των εκτοπίσεων στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 1916-1923. Μέσα στα χρόνια αυτά έγιναν μεγάλες σφαγές, πυρπόληση και καταστροφή πόλεων και χωριών, χιλιάδες οι θάνατοι, εξαφανίσεις και αγνοούμενοι στις στρατιές των εκτοπισμένων από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου στο εσωτερικό της Ανατολής, το Κουρδιστάν, τη Συρία.

Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.

Τα προμελετημένα και προσχεδιασμένα γεγονότα κατέληξαν σε μια αποτελεσματική πολιτική γενοκτονίας. Επρόκειτο για τη δεύτερη γενοκτονία του αιώνα μας, μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων.

Θύματα του ανωτέρω μηχανισμού εξόντωσης, από το 1894 έως το 1923, υπήρξαν επίσης 1.500.000 Αρμένιοι και 700.000 Ασσύριοι.

Το τουρκικό κράτος, μέχρι και σήμερα, αρνείται ότι διέπραξε Γενοκτονία τους χριστιανικούς πληθυσμούς της ανατολής, ενώ υποστηρίζει ότι «κάποιες απώλειες» έγιναν στο πλαίσιο του πολέμου.

Με τον νόμο 2193 της 8/11/3/94, καθιερώθηκε η 19η Μαΐου από τη Βουλή των Ελλήνων ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Ταυτόχρονα στην Τουρκία τιμάται ως ημέρα γιορτής για τη νεολαία και τον αθλητισμό.

Τη γενοκτονία του Ποντιακού λαού αναγνωρίζουν σήμερα, εκτός από την Ελλάδα, η Κύπρος, η Αυστρία, η Σουηδία, η Αρμενία, η Ολλανδία, 10 Πολιτείες των ΗΠΑ, 2 Πολιτείες της Αυστραλίας, 2 πόλεις του Καναδά, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και η Διεθνής Ένωση Μελετητών των Γενοκτονιών.

ΠΗΓΗ: RP, Σαν Σήμερα

 

“19 Μαΐου – Εκδηλώσεις Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου”.

Facebook
Twitter
Email