Καλοκαίρι στην πόλη: μια ανάσα πριν το σκοτάδι

Γράφει ο Νίκος Αρβανίτης

Όλα ξεκινούν με μια ανάσα. Εκείνη τη στιγμή που το στήθος ανοίγει λίγο πριν ο ήλιος πέσει πίσω από τις πολυκατοικίες και το φως αφήνει το αποτύπωμά του πάνω στις ταράτσες και τα ακάλυπτα. Η πόλη τότε δεν είναι θόρυβος ή άσφαλτος· είναι ό,τι μένει μετά το φως. Και ξαφνικά θυμάσαι.

Θυμάσαι τα σκαλιά με τις φλέβες της πέτρας να καίνε, τα ραντεβού που έδιναν σχήμα στην ημέρα, τα κορμιά που ακόμα μαθαίνανε πώς να υπάρξουν, μόνο παίζοντας. Ένα σφύριγμα, μια σκιά που πλησίαζε, μια φωνή από μακριά που νόμιζες πως έλεγε «για μένα είναι». Ο χρόνος δεν έτρεχε. Ήταν ένας μεγάλος κύκλος, γεμάτος υποσχέσεις.

Το καλοκαίρι της πόλης ήταν φτωχό και μεγάλο ταυτόχρονα. Δεν είχε παραλίες, αλλά αυλές. Δεν είχε διακοπές, αλλά μικρά διαλείμματα. Λίγο παγωτό, λίγο αλάτι από ένα διήμερο σε συγγενείς, λίγο φιλί, λίγο πόνος. Μα μέσα σ’ αυτό το λίγο, όλα χωρούσαν.

Τότε, δεν υπήρχε ανάγκη να καταγράψεις. Δεν ανέβαζες τίποτα. Ό,τι δεν έλεγες ζούσε περισσότερο. Κοιτούσες απλώς και σου έφτανε. Σ’ έναν θερινό κινηματογράφο, κάποιος έκλαιγε σιωπηλά δίπλα σου — κι αυτό ήταν ολόκληρη εμπειρία. Σ’ ένα πεζούλι, λίγες φράσεις κρατούσαν τη νύχτα όρθια. Δεν χρειαζόταν να συμβεί κάτι. Αρκούσε να είσαι εκεί.

Και τώρα; Σου λείπει κάτι που δεν ονομάζεται. Όχι τα χρόνια, ούτε οι φίλοι. Σου λείπει ο τρόπος. Να υπάρχεις χωρίς απόδειξη, να μην έχεις τίποτα να δείξεις. Να είσαι εσύ το μυστικό.

Αυτό ήταν το καλοκαίρι στην πόλη: μια εποχή χωρίς κορυφώσεις. Μόνο σιωπές, βλέμματα, ιδρώτας και νύχτες που μύριζαν γιασεμί και ζέστη. Και κάπου μέσα σ’ όλα, η αίσθηση πως κάτι αρχίζει — ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν ίδια.

Το καλοκαίρι του σήμερα: ανάμεσα σε οθόνες και επιστροφές

Το καλοκαίρι σήμερα κυλά μέσα σε φωτεινές οθόνες και ψηφιακά ραντεβού, με την πόλη να μην κοιμάται ποτέ στ’ αλήθεια. Τα σκαλιά έχουν αντικατασταθεί από emoji και stories που καταγράφουν στιγμές που ίσως δεν ζούμε πια με την ίδια ένταση.

Κι όμως, υπάρχει μια ανάγκη επιστροφής. Επιστροφή σε εκείνες τις αυλές, στα παλιά σινεμά κάτω από τ’ αστέρια, σε ραντεβού που δεν χρειάζονταν επιβεβαίωση. Μια ανυπομονησία να βρεθούμε ξανά, όχι για να δείξουμε, αλλά για να υπάρξουμε.

Το καλοκαίρι του σήμερα είναι ένας τόπος διαφυγής — από την πίεση, την ταχύτητα, την έλλειψη ρίζας. Είναι μια προσπάθεια να αγγίξουμε ξανά εκείνη την αυθεντική στιγμή που κρατά το αόρατο, το ανείπωτο. Να βρούμε μέσα στη φωτεινότητα και στον θόρυβο, μια γωνιά που να ανήκει μόνο σε μας.

Είναι το καλοκαίρι που ξαναγεννιέται μέσα από τη νοσταλγία, και που θέλει να μας θυμίσει πως το σημαντικό δεν είναι το τι δείχνουμε, αλλά το τι αισθανόμαστε. Να είμαστε παρόντες — όχι απλώς να επιβιώνουμε.

Facebook
Twitter
Email