102 Χρόνια από τη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923)
ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ*
Γράφει ο Στρατής Χαραλάμπους
Εισαγωγή
Πριν 102 χρόνια, το δραματικό φθινόπωρο του 1922, μετά το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και την αναγκαστική εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον Ελληνικό Στρατό, ακολούθησαν τα κυνηγημένα καραβάνια των Ελλήνων κατοίκων. Πήραν το δρόμο της προσφυγιάς, εγκαταλείποντας τα ιερά και τα όσιά τους.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των Συμμάχων στο Παρίσι (6-10 Σεπτεμβρίου 1922) για τη σύναψη της Ανακωχής είχαν ως κύριο αντικείμενο την “προσφορά” στην Τουρκία της Ανατολικής Θράκης, προκειμένου να ανακοπεί η επίθεση των τουρκικών δυνάμεων προς τις συμμαχικές δυνάμεις στα Στενά και στην Πόλη. Η οριστικοποίηση της απόφασης έγινε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1922 στη Σμύρνη, μεταξύ του Γάλλου πολιτικού Franklin Bouillon, που εκπροσωπούσε την Αντάτ, και του Κεμάλ. Έλαβε δε τη μορφή γραπτής συμφωνίας για την Ανακωχή στα Μουδανιά (3-11 Οκτωβρίου 1922), μεταξύ των Συμμάχων και των Τούρκων, με επικεφαλής τον Ισμέτ Ινονού.
- Η Ελληνική αντιπροσωπεία, με τον συνταγματάρχη Μαζαράκη-Αινιάν, δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις, απλώς ενημερωνόταν το βράδυ και κλήθηκε μόνο για την υπογραφή. Κανένας δεν ήθελε να την υπογράψει, διότι προέβλεπε την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από το Δ’ Σ.Σ και τα υπολείμματα του Γ’ Σ.Σ. μέσα σε ένα μήνα. Τελικά την υπέγραψε ο αρμοστής μας στην Πόλη και έτσι εγκαταλείφθηκε η Ανατολική Θράκη, χωρίς να ρίξει ούτε μία ντουφεκιά το ανέπαφο Δ’ Σ.Σ.
Ιστορικό της Συνθήκης της Λωζάνης
Το Ηνωμένο Βασίλειο, δια του υπουργού Εξωτερικών λόρδου Curzon, απέστειλε πρόσκληση στα ενδιαφερόμενα μέρη για την πραγματοποίηση Συνδιάσκεψης στη Λωζάνη της Ελβετίας, προκειμένου να συναφθεί η Συνθήκη Ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή θα αντικαθιστούσε τη Συνθήκη των Σεβρών της 10ης Αυγούστου 1920, η οποία δεν επικυρώθηκε από καμία χώρα πλην της Ελλάδας.
Ο Κεμάλ, με απόφαση της Βουλής της Άγκυρας, κατάργησε την Ηγεμονία του Σουλτάνου (Saltanat), οπότε η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης διαλύθηκε. Όρισε επικεφαλής της αντιπροσωπείας τον άνθρωπο που εμπιστευόταν, τον Ισμέτ Ινονού, παρότι δεν είχε διπλωματική πείρα. Τον εφοδίασε με μια λίστα 14 οδηγιών για τις διαπραγματεύσεις, η οποία είχε συνταχθεί στη Βουλή μετά από έντονη συζήτηση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Η Ελληνική αντιπροσωπεία είχε επικεφαλής τον ιθύνοντα νου της Επανάστασης Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν αυτοεξόριστος στο εξωτερικό από την 1η Νοεμβρίου 1920, και στρατιωτικό σύμβουλο τον συνταγματάρχη Μαζαράκη-Αινιάν. Πρώτιστο μέλημα του Ε. Βενιζέλου ήταν η άμεση αναδιοργάνωση του στρατού, και για τούτο ορίστηκε ο υποστράτηγος Θ. Πάγκαλος. Δυστυχώς, η διάλυση μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η τραγική οικονομική κατάσταση και η ανάγκη περίθαλψης-στέγασης του 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων, σε συνδυασμό με τα έντονα πολιτικά πάθη απόρροια του Εθνικού Διχασμού, δεν συνηγορούσαν θετικά.
Οι εργασίες άρχισαν στις 29 Νοεμβρίου 1922, με έντονους διαξιφισμούς μεταξύ του Ισμέτ Ινονού και του Άγγλου επικεφαλής λόρδου Curzon για διαδικαστικά θέματα. Οι διαξιφισμοί πήγαζαν από την απαίτηση του πρώτου να θεωρηθεί η Τουρκία νικήτρια και να αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις από τη Συμφωνία Ανακωχής των Μουδανιών, και όχι ηττημένη του Α’ Π.Π. με αφετηρία τη Συμφωνία Ανακωχής του Μούδρου της 30ής Οκτωβρίου 1918. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν απαιτώντας σχεδόν τα πάντα, επικαλούμενοι το λεγόμενο “Εθνικό Συμβόλαιο – Mişak-ı Milli”, προκαλώντας τη δήλωση του λόρδου Curzon: “…πως ένα κράτος που νικήθηκε στον πόλεμο (Α’ Π.Π.) και έχασε εδάφη να τα θεωρεί δικά του, είναι μια πρωτόγνωρη και αστεία κατάσταση… αδυνατώ να καταλάβω το Εθνικό Συμβόλαιο μέσα σε ποια σύνορα θα εφαρμοστεί…”.
Μετά από έντονες διαβουλεύσεις και αντεγκλήσεις, επήλθε συμφωνία:
- Στο εδαφικό (επικύρωση ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου, πλην Ίμβρου και Τενέδου).
- Στη λειτουργία των Στενών από επιτροπή στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα.
- Στις πολεμικές αποζημιώσεις Ελλάδας και Τουρκίας, που θεωρήθηκαν εξοφλημένες.
Τα βασικά θέματα που απασχολούσαν την Τουρκία –το Οθωμανικό χρέος, οι διομολογήσεις και η Μουσούλη– παρέμειναν άλυτα, ενώ το τελευταίο θα παραπέμπονταν από τη Μ. Βρετανία στην Κοινωνία των Εθνών (Κ.Τ.Ε.).
Στις 4 Φεβρουαρίου 1923, λίγο προτού αναγνωσθεί το προσχέδιο, ο Ισμέτ Ινονού έβαλε στο τραπέζι νέες απαιτήσεις (υπέρογκες αποζημιώσεις από την Ελλάδα, το Καστελόριζο από την Ιταλία, τη Μουσούλη, αποχώρηση Πατριαρχείου από την Πόλη και άλλα), με αποτέλεσμα να διακοπεί η Συνδιάσκεψη. Στη συνέχεια συναντήθηκε με τον Κεμάλ μακριά από την Άγκυρα, στο Eskişehir, και αποφασίστηκε να υποχωρήσει η Τουρκία αλλά να απαλλαγεί από μέρος του Οθωμανικού χρέους με καταμερισμό στις χώρες που αποσπάστηκαν μετά το 1913, να καταργηθεί η Υπηρεσία Οθωμανικού Χρέους, να καταργηθούν πλήρως οι διομολογήσεις και να παραιτηθεί της Μουσούλης.
Στην Αθήνα, η Επαναστατική Επιτροπή συνήλθε στις 7 Μαρτίου 1923 και συνέταξε πρακτικό με τις θέσεις της Ελλάδας. Δεδομένου ότι είχε επέλθει μερική αναδιοργάνωση του Στρατού και του Στόλου, ενημέρωσε την αντιπροσωπεία στη Λωζάνη ότι ήταν δυνατή η εκτέλεση επιθετικής επιχείρησης, χωρίς βοήθεια, μέχρι το Βόσπορο. Κατέληγε δε ότι θα καταγγελθεί εντός 15 ημερών η Συμφωνία Ανακωχής των Μουδανιών, λόγω των παραβιάσεων της από την Τουρκία.
Οι εργασίες της Συνδιάσκεψης επαναλήφθηκαν στις 23 Απριλίου 1923. Μετά από διαβουλεύσεις και την κατ’ ιδίαν συνάντηση μεταξύ Βενιζέλου και Ινονού, επιτεύχθηκε συμφωνία:
- Η Ελλάδα έδωσε το Καραγάτς με αντάλλαγμα την άρση της απαίτησης για αποζημιώσεις.
- Η Τουρκία συμφώνησε για τα Νησιά του Αιγαίου με τις επισημάνσεις για συνήθη στρατιωτική δύναμη, χωρίς φρούρια και οχυρά, και σε αντάλλαγμα η Ελλάδα ανέλαβε μέρος του Οθωμανικού χρέους.
- Η Τουρκία παραιτήθηκε από τη Μουσούλη και σε αντάλλαγμα καταργήθηκαν πλήρως οι πάσης φύσεως διομολογήσεις, καθώς και από το Καστελόριζο με αντάλλαγμα την ανάληψη μέρους του Οθωμανικού χρέους από την Ιταλία.
Το θέμα των Στενών ανατέθηκε σε επιτροπή και αποφασίστηκε η σταδιακή αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από τα Στενά και την Πόλη.
Η Συμφωνία υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923 στο κτίριο του Πανεπιστημίου της Λωζάνης και έγινε νόμος του Κράτους με το ΝΔ 238/ΦΕΚ Α’ στις 25 Αυγούστου 1923.
Αλήθειες
Η Συνθήκη της Λωζάνης αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί το διεθνές νομικό κείμενο με το οποίο, για μια εκατονταετία και πλέον, επικράτησε ειρήνη στην περιοχή και αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία των Κρατών της Μέσης Ανατολής. Για την Τουρκία δε, αποτελεί το Συμβόλαιο (tapu seneti), με το οποίο ιδρύθηκε η Τουρκική Δημοκρατία, αποκτώντας παράλληλα την πλήρη ανεξαρτησία και εθνική της κυριαρχία. Καθορίζει τη λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το καθεστώς των μειονοτήτων της Μουσουλμανικής και της Ελληνικής σε Ελλάδα και Τουρκία αντίστοιχα.
Δυστυχώς, όμως, από την επομένη της υπογραφής της, η Τουρκία άρχισε συστηματικά να παραβιάζει τη Συνθήκη, αρχίζοντας από:
- Την κατάργηση της αυτοδιοίκησης στην Ίμβρο και την Τένεδο.
- Το κλείσιμο των σχολείων.
- Την εγκατάσταση φυλακών στην Ίμβρο.
- Τις διώξεις του Πατριαρχείου και των Ομογενειακών ιδρυμάτων.
- Τον φόρο (varlık) περιουσίας το 1942.
- Το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης στις 5-6 Σεπτεμβρίου 1955 κ.λπ.
Ο κατάλογος είναι τεράστιος και αδύνατον να περιληφθεί στο παρόν άρθρο. Όλα βέβαια με τη “σιωπηρή ανοχή” των διαδοχικών Ελληνικών κυβερνήσεων.
Στηριζόμενη η Τουρκία στη Σύμβαση της Βιέννης της 21ης Μαρτίου 1986 για το δίκαιο των συνθηκών και συγκεκριμένα στο άρθρο 62 και στη ρήτρα rebus sic stantibus (θεμελιώδη αλλαγή των περιστάσεων), ζήτησε το 1936 την αλλαγή των προβλέψεων της Συνθήκης της Λωζάνης για τα Στενά. Έτσι φτάσαμε στη Συνθήκη του Μοντρέ του 1936, με την οποία απέκτησε πλήρη κυριαρχία σε αυτά και καθορίστηκε η λειτουργία τους, με αποκλειστική δική της ευθύνη.
Θα σταθούμε σε τρία βασικά θέματα, που επικαλείται όλο και πιο συχνά η Τουρκική ηγεσία (πολιτική-στρατιωτική-κομματική), παρασυρόμενη από τα νεο-οθωμανικά όνειρά της, παραποιώντας και παραγνωρίζοντας τα ισχύοντα στις Συνθήκες και στη Διεθνή έννομη τάξη, την οποία καθημερινώς και αδιαλείπτως παραβιάζει (παραβιάσεις, παραβάσεις, απειλή χρήσης βίας (casus belli), εισβολή σε γειτονικές χώρες Κύπρο-Συρία-Ιράκ), με πρόσχημα την αυτοάμυνά της και την προστασία των συμφερόντων της:
Αποστρατικοποίηση Νησιών Αιγαίου
Η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών Λήμνου και Σαμοθράκης, η οποία μαζί με την αποστρατικοποίηση των Δαρδανελίων, της Θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου, καθώς επίσης και των τουρκικών νησιών Ίμβρου (Gokceada), Τενέδου (Bozceada) και Λαγουσών (Tavsan), αρχικώς προβλέπονταν από τη Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923. Ωστόσο, καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936, η οποία, όπως ρητά μνημονεύεται στο προοίμιό της, αντικατέστησε στο σύνολό της την προαναφερόμενη Σύμβαση της Λωζάνης.
Για τα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, πουθενά στη Συνθήκη της Λωζάνης δεν αναφέρεται ότι τελούν υπό καθεστώς αποστρατικοποίησης. Η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε μόνον την υποχρέωση, σύμφωνα με το άρθρο 13, να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα.
Το καθεστώς της Δωδεκανήσου καθορίζεται από τη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ Ιταλίας και Συμμάχων, τον Απρίλιο του 1947, με την οποία παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα από την Ιταλία “κατά πλήρη κυριαρχία”. Περαιτέρω, οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης προβλέπουν την αποστρατικοποίηση των νησιών αυτών: “Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσι να αποστρατιωτικοποιημέναι“. Στα Δωδεκάνησα υπάρχουν ορισμένες δυνάμεις εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της συμφωνίας CFE. Η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτή τη Συνθήκη του 1947, η οποία, επομένως, αποτελεί “res inter alios acta” γι’ αυτήν, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, “μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες εκτός των συμβαλλομένων“. Άρα δεν έχει το δικαίωμα η Τουρκία να απαιτεί την αποστρατικοποίηση των νησιών του συμπλέγματος της Δωδεκανήσου.
Πλέον των παραπάνω, η Ελλάδα, με το δικαίωμα της αυτοάμυνας που της παρέχει το καταστατικό του ΟΗΕ, υποχρεούται να εξασφαλίσει την άμυνα των νησιών αλλά και όλης της ελληνικής επικράτειας από κάθε εξωτερική απειλή. Ιδιαίτερα δε από την Τουρκία, η οποία το 1974 εισέβαλε στην Κύπρο και έκτοτε κατέχει το 38% του Κυπριακού εδάφους, απειλεί με το “casus belli” αν η Ελλάδα επιχειρήσει να εξασκήσει το νόμιμο δικαίωμα της στο Αιγαίο και να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα στα 12 ν.μ., κάτι που ήδη έχει πράξει η ίδια στη Μαύρη Θάλασσα. Κατά μήκος της Μικρασιατικής ακτής διατηρεί τη Στρατιά Αιγαίου, όλο τον αποβατικό της στόλο, εφαρμόζει συνεχή ελλιμενισμό ναυτικών μονάδων στη ναυτική βάση του Ακσάζ και διαθέτει πλήθος πολεμικών αεροδρομίων.
Αμφισβήτηση Κυριαρχίας Νησίδων και Βραχονησίδων
Αποτελεί μια σχετικά καινούργια τουρκική θεωρία, που έχει τη βάση της σε μια παλιά μελέτη του πρώην Τούρκου Α/ΓΕΝ Güven Erkaya, η οποία προσπαθεί να παρουσιάσει ότι στο Αιγαίο “…υπάρχουν νησίδες και βραχονησίδες που δεν αναφέρονται ονομαστικά στις Συνθήκες Λωζάνης και Παρισίων, άρα δεν ανήκουν στην Ελλάδα…”. Πρόκειται για μια “ανατολίτικου τύπου λογική”, η οποία όμως παραγνωρίζει τα παρακάτω:
- Τα άρθρα 6 και 12 της Συνθήκης της Λωζάνης, που το πρώτο καθορίζει τα σύνορα μεταξύ των κρατών και το δεύτερο την παραχώρηση των Νησιών στην Ελλάδα και στα οποία αναφέρεται ότι “…εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσας συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικρότεραν απόστασίν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν…”. Δηλαδή, τα πέραν των τριών μιλίων ή πέραν της μέσης γραμμής όπου η απόσταση είναι κάτω των έξι μιλίων, ανήκουν στη γειτονική χώρα, δηλαδή στην Ελλάδα.
- Το άρθρο 15 της ίδιας Συνθήκης με το οποίο “…Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμούμενων νήσων, τουτέστι της Αστυπάλαιας …και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελόριζου…”.
- Το άρθρο 14 της Συνθήκης των Παρισίων του 1947, με το οποίο “…Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρη κυριαρχία τας νήσους τας Δωδεκανήσου ήτοι Αστυπάλαια…Καστελόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας…”. Επιπρόσθετα αναφέρονται η Ιταλοτουρκική Συνθήκη της 4ης Ιανουαρίου 1932 για το Καστελόριζο και τη χάραξη του θαλασσίου συνόρου μεταξύ των χωρών.
Προσπάθεια “Τουρκοποίησης” της Ελληνικής Μουσουλμανικής Μειονότητας
Η μεθοδευμένη ανακίνηση του μειονοτικού προβλήματος στη Ροδόπη, με την εμπλοκή του Τουρκικού Προξενείου της Κομοτηνής στις ελληνικές εκλογές, στην οποία δυστυχώς συνέπραξαν και τα ελληνικά κόμματα, αποτελεί άλλη μια προσπάθεια παραβίασης της Συνθήκης της Λωζάνης μέσω της μετατροπής της θρησκευτικής μειονότητας σε εθνική.
Πώς συμπεριφέρθηκαν τα δύο κράτη στις μειονότητες (Μουσουλμανική και Ελληνική) φαίνεται από τους αριθμούς. Ενώ σχεδόν ήταν ισοδύναμες το 1923, σήμερα στην Πόλη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο “φυτοζωούν” ελάχιστες εκατοντάδες, στην πλειοψηφία τους υπερήλικες Έλληνες. Ενώ στις περιοχές της Κομοτηνής και της Ξάνθης, οι Έλληνες Μουσουλμάνοι απολαμβάνουν τα αγαθά και τα προνόμια που τους παρέχει η Ελληνική Πολιτεία, μέσα σε ένα περιβάλλον δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμικών της οργάνων, απαιτώντας παράλληλα απ’ αυτούς τη συμμόρφωση με το Σύνταγμα, τους Νόμους και τις προβλέψεις της Συνθήκης της Λωζάνης.
Η Τουρκία και η “Μειονοτική Διπλωματία”: Από τη Λωζάνη στον Γεωπολιτικό Αναθεωρητισμό
Η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), ως καταστατικό κείμενο του σύγχρονου τουρκικού κράτους, αποτελεί τη βάση της ελληνοτουρκικής ισορροπίας στον χώρο της Θράκης. Ωστόσο, η Τουρκία του 21ου αιώνα ακολουθεί μια συστηματική πολιτική “μειονοτικής διπλωματίας”, η οποία επιχειρεί την ανατροπή της ερμηνείας και εφαρμογής της Συνθήκης, μέσω της εργαλειοποίησης της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Η πολιτική αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο ενός νέου τουρκικού αναθεωρητισμού — λιγότερο με όρους στρατιωτικής πίεσης, περισσότερο με όρους πολιτιστικής και θεσμικής διείσδυσης.
1. Η ερμηνευτική διαμάχη: «Μουσουλμανική» ή «Τουρκική» μειονότητα;
Η Συνθήκη της Λωζάνης (άρθρο 45) αναγνωρίζει ρητά μόνον θρησκευτική μειονότητα στην Ελλάδα: τη «μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης». Παρότι ο πληθυσμός περιλαμβάνει Πομάκους, Ρομά και τουρκογενείς, το καθεστώς προστασίας είναι θρησκευτικής και όχι εθνοτικής φύσης.
Η Τουρκία εδώ και δεκαετίες επιχειρεί να επιβάλει τον όρο “τουρκική μειονότητα”, υπονομεύοντας τη νομική βάση της Λωζάνης. Πρόκειται για πολιτική εθνοτικής ομογενοποίησης που έχει ως στόχο:
- την αφομοίωση των Πομάκων και Ρομά σε τουρκική ταυτότητα,
- την διεθνοποίηση του ζητήματος, ώστε να εμφανίζεται ως «ελληνοτουρκική διαφορά»,
- την σταδιακή αναθεώρηση της Συνθήκης μέσω de facto μεταβολής του status quo.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι προσφυγές σωματείων με την επωνυμία «τουρκικός», όπως ο ΤΕΞ, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (υπόθεση Bekir-Ousta, 2008).
2. Ο ρόλος του Προξενείου Κομοτηνής: Θεσμική διείσδυση
Το τουρκικό Προξενείο Κομοτηνής λειτουργεί ως κέντρο μειονοτικής πολιτικής, με διακριτούς βραχίονες:
- Θρησκευτικό: στηρίζει τους ψευδομουφτήδες (Μετέ, Σερίφ) και ελέγχει τεμένη μέσω Diyanet και Beşir Derneği.
- Πολιτικό: παρεμβαίνει στις εκλογές (π.χ. στις αυτοδιοικητικές του 2023, στήριξε συγκεκριμένους μειονοτικούς υποψήφιους).
- Εκπαιδευτικό/Πολιτιστικό: εποπτεύει τουρκόφωνα σχολεία, χρηματοδοτεί εκδηλώσεις τύπου SEÇEK, εκπαιδεύει εκπαιδευτικούς στην Τουρκία.
Στο πεδίο της εκπαίδευσης και θρησκευτικής καθοδήγησης, η Άγκυρα χρησιμοποιεί φορείς όπως:
- YTB (Presidency for Turks Abroad and Related Communities): διοργανώνει summer schools, εκδρομές, προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης για νέους της μειονότητας.
- Diyanet: αποστέλλει ιμάμηδες, εκδίδει θρησκευτικό υλικό, ιδρύει πολιτιστικά ιδρύματα.
- TİKA: χρηματοδοτεί ανακαινίσεις τεμένων και πολιτιστικών χώρων.
3. Στρατηγική «σουνιτοποίησης» και τουρκοποίησης
Η Άγκυρα επιχειρεί να μετατρέψει τη μουσουλμανική μειονότητα σε ενιαίο, σουνιτικό, τουρκικό σώμα, παρακάμπτοντας τις εθνοπολιτισμικές ιδιαιτερότητες των Πομάκων και των Ρομά.
- Πομάκοι: Παρά την ιδιαίτερη βαλκανική και γλωσσική τους ταυτότητα, υφίστανται πίεση να εμφανίζονται ως «Τούρκοι». Η γλώσσα τους απουσιάζει από τα σχολεία, ενώ παρατηρείται απόπειρα εξαφάνισης των παραδοσιακών τους εθίμων.
- Ρομά: Αν και κοινωνικά αποκλεισμένοι, προσλαμβάνονται ως “αριθμοί” στο τουρκικό αφήγημα. Διά της σουνιτικής κατήχησης επιχειρείται η ένταξή τους στο «τουρκικό έθνος της Θράκης».
4. Από την εσωτερική διείσδυση στη διεθνοποίηση
Η Τουρκία επιδιώκει να αναδείξει τη μειονότητα ως διεθνές ζήτημα:
- Στον ΟΑΣΕ, καταγγέλλει υποτιθέμενες «παραβιάσεις θρησκευτικής ελευθερίας».
- Στον ΟΗΕ, προβάλλει ρητορική περί «καταπίεσης των Τούρκων της Δυτικής Θράκης».
- Στο Συμβούλιο της Ευρώπης, επικαλείται αποφάσεις του ΕΔΔΑ για να ενισχύσει την εικόνα καταστολής.
Η ρητορική αυτή ενισχύεται από τουρκικά ΜΜΕ, think tanks (SETA, AVİM), και την ίδια την τουρκική ηγεσία, ιδίως κατά την επέτειο της Συνθήκης (24 Ιουλίου) ή την 29η Ιανουαρίου (επέτειος των τουρκικών μειονοτικών διαδηλώσεων του 1988–1990).
Μύθοι
Μεθοδευμένα και με εμπλοκή όλων των αρμόδιων θεσμικών οργάνων της Τουρκίας και δυστυχώς και μεγάλου μέρους της Πανεπιστημιακής Κοινότητας, με τις απόψεις της οποίας συμφωνούν και ορισμένοι στην Ελλάδα, καλλιεργήθηκαν διάφορες παραπλανητικές θεωρίες και συγκεκριμένα:
- Καλλιεργήθηκε η άποψη από τα ελεγχόμενα τουρκικά ΜΜΕ, “{…}ότι για όλα τα δεινά (οικονομική κατάσταση, απειλές κλπ.) που υφίσταται σήμερα ο τουρκικός λαός φταίει η Συνθήκη της Λωζάννης{…}”. Φυσικά είναι εκτός πραγματικότητας, αλλά από την Τουρκική κυβέρνηση για εσωτερικούς λόγους επιτρέπεται να πλανάται αυτή η θεωρία. Είναι χαρακτηριστικός ο διχασμός που παρατηρείται στα Τουρκικά πολιτικά κόμματα και στο λαό σχετικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Τα ισλαμοφασιστικά κόμματα τη θεωρούν “ταφόπλακα” του ένδοξου Οθωμανικού παρελθόντος και τα πιστά στην παράδοση του Ατατούρκ ιδρυτικό στοιχείο της σύγχρονης Τουρκίας.
- Η ισχύς της Συνθήκης λήγει το 2023 με τη συμπλήρωση μιας εκατονταετίας. Πουθενά στη Συνθήκη δεν υπάρχει χρονική διάρκεια. Επιπρόσθετα, επισημαίνουμε το άρθρο 26 της Συνθήκης της Βιέννης που αναφέρει τη ρήτρα Pacta Sunt Servanda (“κάθε συνθήκη εν ισχύει δεσμεύει τα μέρη και πρέπει να εκτελείται υπ’ αυτών με καλή πίστη”). Επίσης το άρθρο 39 της ίδιας Συνθήκης στο οποίο αναφέρεται ότι “Μόνο με συμφωνία των μερών είναι δυνατή η τροποποίηση της Συνθήκης, εκτός αν ορίζει άλλως η Συνθήκη”. Τελευταία το άρθρο 54 στο οποίο καθορίζεται ότι, “Λήξη συνθήκης, που δεν υπάρχει σχετική διάταξη, μπορεί να γίνει μόνο: Σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης και οποιαδήποτε στιγμή με τη συναίνεση των μερών”.
Αξιοσημείωτη είναι η θέση του καθηγητή Χ. Ροζάκη στο πρόσφατο Συνέδριο του ΕΛΙΑΜΕΠ 12-13 Ιουνίου 2023: “…η Συνθήκη της Λωζάνης καθορίζει σύνορα μεταξύ εμπόλεμων μερών και επικράτεια, τούτο την κάνει αντικειμενική συνθήκη και διατηρεί τον αντικειμενικό της χαρακτήρα, πέρα από τη διάρκεια ισχύος της και έχει αποτελέσματα έναντι όλων (erga omnes), τούτο σημαίνει ότι μπορεί να δεσμεύει και να γίνει επίκληση της και από τα μη υπογράφοντα μέρη“. Η δήλωση του πρώην προέδρου της Τουρκικής Βουλής Mustafa Şentop, την 1η Απριλίου 2023: “…πρόβλημα διάρκεια ισχύος για τη Συνθήκη της Λωζάνης δεν υπάρχει, καθόσον δεν αναφέρεται σε αυτή, ομοίως μυστικά άρθρα σε μια Διεθνή Συνθήκη δεν είναι επιτρεπτά ομοίως και στη Συνθήκη της Λωζάνης, αυτή η συζήτηση δεν έχει νόημα“. Πλέον των παραπάνω επισημαίνεται η θέση του καθηγητή Ε. Ρούκουνα της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ σύμφωνα με την οποία “…η ρήτρα rebus sic stantibus (άρθρο 62) δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για τη λήξη ισχύος μιας συνθήκης ή για αποχώρηση από μια συνθήκη αν αυτή καθορίζει σύνορα (άρθρο 62 παρ.1β και παρ.2 του ίδιου άρθρου)“.
Συμπεράσματα
Έχοντας υπόψη την με αυξομειώσεις, ανάλογα τι σκοπεύει να επιτύχει, επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας, έναντι της Κύπρου και της Ελλάδας εν έργω και λόγω, και λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την ιδεολογική απογραφή της νέας Τουρκικής Βουλής, συμπεραίνουμε ότι:
- Η Τουρκία δεν επιθυμεί την κατάργηση της Συνθήκης της Λωζάνης, διότι τότε θα βρεθεί αντιμέτωπη με τους Κούρδους, οι οποίοι έμειναν χωρίς πατρίδα διασπασμένοι στις τέσσερεις γειτονικές χώρες. Τούτο το πρόβλημα γίνεται ακόμη οξύτερο με δεδομένη την επικρατούσα σήμερα κατάσταση σε Συρία και Ιράκ και την ευρισκόμενη σε εξέλιξη προσπάθεια οριστικού τερματισμού του ένοπλου αγώνα του Αυτονομιστικού Κινήματος των Κούρδων. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε από τον αρχηγό του Εθνικιστικού κόμματος Μπαχτσελί τον Οκτώβριο 2024 και στηρίχθηκε από τον φυλακισμένο ηγέτη των Κούρδων Οτζαλάν. Δεν είναι τυχαία η αναφορά του τελευταίου στο μήνυμά του προς το ένοπλο τμήμα των Κούρδων ότι με τη Συνθήκη της Λωζάνης “…άνοιξε ο δρόμος για την επί ένα αιώνα καταπίεση του Κουρδικού λαού…”. Απέφυγε δε να καυτηριάσει τις στρατοκρατικές δομές της Τουρκικής Δημοκρατίας, που στις μέρες μας κυριαρχούνται από την ιδεολογία του Πολιτικού Ισλάμ, που ασπάζεται το κυβερνών κόμμα του προέδρου Ερντογάν, οι οποίες σαμποτάρισαν προηγούμενες προσπάθειες ειρήνευσης. Βέβαια, είναι γνωστό ότι η προσέγγιση αυτή είναι αποτέλεσμα κυρίως της βασικής αδυναμίας (συνταγματικά και αριθμητικά στη Βουλή) για την επανεκλογή του Ερντογάν στη θέση του προέδρου και της μεταβαλλόμενης γεωπολιτικής ισορροπίας στη Μέση Ανατολή, όπου κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι ΗΠΑ-Ισραήλ.
- Προσπαθεί να παρουσιάσει τη χώρα μας ότι “παραβιάζει τη Συνθήκη της Λωζάνης“, προκειμένου να κάνει χρήση του άρθρου 62 και της ρήτρας που αναφέρθηκε παραπάνω για “θεμελιώδη αλλαγή των περιστάσεων” και να ζητήσει διμερή εκ νέου διαπραγμάτευση, για επίλυση των θεμάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω προς όφελός της. Στη διμερή δε πολιτική διαπραγμάτευση, που τόσο επιθυμεί ο Τούρκος πρόεδρος, θα τεθούν και τα άλλα θέματα (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ και Κυπριακό) προκειμένου να λάβει μέρος στην εκμετάλλευση των όποιων ενεργειακών αποθεμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.
- Σε περίπτωση δε που οδηγηθεί η διμερή διαπραγμάτευση σε αδιέξοδο, και σίγουρα έτσι θα γίνει διότι θεωρώ ότι δεν θα υπάρξει Ελληνική κυβέρνηση που θα δεχθεί μείωση της εθνικής κυριαρχίας με αντίτιμο την αμφιλεγόμενη ηρεμία στις Ε/Τ σχέσεις και το όποιο όφελος από την εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών, ανάλογα των συνθηκών που θα επικρατούν στην περιοχή, θα προχωρήσει στη χρήση βίας (κατάληψη νησίδας ή βραχονησίδας, ναυτικός αποκλεισμός κλπ.), μετά από ένα “σκηνοθετημένο επεισόδιο” ή απειλή χρήσης βίας. Προς τούτο θα επικαλεσθεί το άρθρο 60 της Συνθήκης της Βιέννης για λήξη ή αναστολή της Συνθήκης, λόγω ουσιώδους παραβιάσεως της, ώστε να δικαιολογήσει “νομικά” την όποια επιθετική τακτική κατά της χώρας μας.
- Ομοίως επικαλούμενη τη ρήτρα του άρθρου 62 της Συνθήκης της Βιέννης θα προσπαθήσει να εντάξει στην επικράτειά της τα εδάφη που κατέχει στη Συρία (ήδη έχει προχωρήσει σε πληθυσμιακή αλλοίωση των κατεχομένων περιοχών), στο Ιράκ ή να απαιτήσει δημοψήφισμα όπως έκανε το 1939 στην Αλεξανδρέττα (Hatay) και την προσάρτησε. Το ίδιο μπορεί να ζητήσει και στην Δυτική Θράκη, σε περίπτωση αναταραχής μετά από σκηνοθετημένο επεισόδιο και με την απειλή χρήση βίας.
- Οι “σειρήνες” της ειρηνικής συνύπαρξης και της οικονομικής εκμετάλλευσης των πιθανών πλουτοπαραγωγικών πηγών του βυθού του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, ηχούν ωραία όταν έχεις ένα ειρηνικό και δημοκρατικό γείτονα. Η ικανότητα της αμυντικής αποτροπής των Νησιών του Αιγαίου και όλης της επικράτειας, δεν θα πρέπει να μειωθεί στο ελάχιστο. Αντίθετα, θα πρέπει να ενισχυθεί, με γενναίες αποφάσεις. Εύκολα διαλύεις κάτι που κτίστηκε εδώ και πολλά χρόνια, αλλά όταν χρειαστεί να το ξαναφτιάξεις θα είναι πια αργά.
Οι τελευταίες εξελίξεις με την σχεδόν ματαίωση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου, την προσπάθεια της Τουρκίας με τη Λιβύη να “νομιμοποιήσουν” το παράνομο Τούρκο-λιβυκό μνημόνιο για την χάραξη της ΑΟΖ και να “εγκλωβίσουν” τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στα έξι ναυτικά μίλια κάτω από την Κρήτη και να τα “εξαφανίσουν” στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Κρήτης-Ρόδου-συγκροτήματος Μεγίστης και άλλες παράνομες αιτιάσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια ότι η Τουρκική επιθετικότητα δεν θα σταματήσει και θα μεταβάλλεται και θα αυξάνεται σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, όσο εμείς επικαλούμαστε “ήπια νερά” και τις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου, το οποίο παραβιάζεται απ’ όλους που έχουν δύναμη (πολιτική, οικονομική και στρατιωτική). Η πολιτική τούτη μοιραία θα οδηγήσει στον περιορισμό της Εθνικής μας κυριαρχίας στο Αιγαίο, στο οποίο η Τουρκία με ή χωρίς Ερντογάν θα καταστεί “ρυθμιστής” των όποιων εξελίξεων.
Η Γεωγραφία μας έχει “καταδικάσει” να ζούμε δίπλα σ’ έναν επιθετικό γείτονα και οι εμπειρίες του παρελθόντος είναι πολλές. Η υψηλή επιχειρησιακή ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων μας και η εθνική ομοψυχία, αποτελούν τα δυο εχέγγυα για να μην τολμήσει ποτέ η Τουρκία να υλοποιήσει τα σχέδιά της σε βάρος της χώρας μας και της Κύπρου.
Μυτιλήνη, 24 Ιουλίου 2025
Στρατής Χαραλάμπους Αντγος (ΠΒ) ε.α. Μέλος της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών
* βλέπε και “Στρατής Χαραλάμπους, Μικρασιατική εκστρατεία: Τα βήματα προς την καταστροφή”
Πηγές-Βιβλιογραφία
- Αρχείο Ε. Βενιζέλου – venizelosarchives.gr
- Αρχείο της Βουλής των Ελλήνων – hellenicparliament.gr
- Ιστοσελίδα του ΥΠΕΞ – mfa.gr
- Atatürk Araştırma Merkezi (Κέντρο Ερευνών του Ατατούρκ)
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, (2001), Επίτομη Ιστορία της Μικρασιατικής Εκστρατείας, Αθήνα.
- Γονατά Σ. (1958), Απομνημονεύματα 1897-1957, Αθήνα.
- Μαζαράκη-Αινιάν, (χ.χ). Απομνημονεύματα, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα.
- Ρούκουνα, Ε. (1997), Διεθνές Δίκαιο, τεύχος πρώτο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα.
- Hür A. (2018), Milli Mücadele’nin Öteki Tarihi: Mondros’tan Cumhurşyet’e (Η Άλλη Ιστορία του Εθνικού Αγώνα: Από το Μούδρο στη Δημοκρατία), Εκδόσεις literatür, Κωνσταντινούπολη.