Η ρητορική της Τσιγντέμ Ασάφογλου και η πραγματικότητα της εκπαιδευτικής πολιτικής στη Θράκη
Η πρόσφατη τοποθέτηση της προέδρου του Κόμματος Φιλίας, Ισότητας και Ειρήνης (DEB), Τσιγντέμ Ασάφογλου, στο τουρκικό πρακτορείο Anadolu, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου και σταθερού μοτίβου επιχειρημάτων που η ηγεσία του DEB και η τουρκική διπλωματία επαναλαμβάνουν τα τελευταία χρόνια σχετικά με τη μειονότητα της Δυτικής Θράκης.
Η ρητορική της Άγκυρας και του DEB
Βασικό στοιχείο της ρητορικής αυτής είναι η συστηματική επίκληση της Συνθήκης της Λωζάνης ως «νομικού όπλου» για την παρουσίαση της Ελλάδας ως παραβάτη, κυρίως σε ζητήματα εκπαίδευσης και ταυτότητας. Η Ασάφογλου επαναφέρει τη θέση ότι τα μειονοτικά σχολεία είναι «αυτόνομα» και δεν επιτρέπεται να κλείνουν, ακόμη κι αν μειώνεται ο αριθμός των μαθητών.
Η συζήτηση για τα εκπαιδευτικά ζητήματα μεταφέρεται σε γεωπολιτικό και εθνοτικό επίπεδο, με συχνές αναφορές σε «αλλαγή δημογραφικής δομής» και «πολιτικές αφομοίωσης» από την Αθήνα. Παράλληλα, η πρόεδρος του DEB επιλέγει συστηματικά να μιλά για «τουρκική μειονότητα» και όχι για «μουσουλμανική», όπως ρητά ορίζεται στη Συνθήκη της Λωζάνης. Η επιλογή αυτή εντάσσεται στη στρατηγική της Άγκυρας να επαναπροσδιορίσει εθνοτικά τη μειονότητα της Θράκης.
Η διεθνοποίηση του ζητήματος αποτελεί επίσης κεντρικό άξονα στην επικοινωνιακή πολιτική. Οι δηλώσεις της Ασάφογλου περιορίζονται στο συρρικνούμενο εσωτερικό ακροατήριο αλλά απευθύνονται κυρίως σε ευρωπαϊκούς θεσμούς όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με στόχο την προβολή της εικόνας μιας (δήθεν) “καταπιεσμένης κοινότητας”.
Ο συντονισμός με το τουρκικό πρακτορείο Anadolu, το οποίο λειτουργεί υπό τον άμεσο έλεγχο της τουρκικής κυβέρνησης, υπογραμμίζει τη συμμετοχή της Άγκυρας σε αυτή την επικοινωνιακή στρατηγική.
Σε αναστολή λειτουργίας 32 σχολικές μονάδες για το έτος 2025-2026
Η πραγματικότητα της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής
Ωστόσο, η εικόνα που παρουσιάζεται από τη ρητορική αυτή απέχει σημαντικά από τα πραγματικά δεδομένα στην περιοχή της Θράκης.
Η ελληνική Πολιτεία τηρεί πλήρως τη Συνθήκη της Λωζάνης και έχει δημιουργήσει ένα προνομιακό πλαίσιο για τη λειτουργία των μειονοτικών σχολείων. Σήμερα, στη Θράκη λειτουργούν 90 μειονοτικά δημοτικά σχολεία με περίπου 3.255 μαθητές. Η μείωση των μαθητών στα σχολεία δεν αποτελεί αποτέλεσμα πολιτικής αφομοίωσης αλλά αντανακλά τη γενικότερη δημογραφική τάση που πλήττει συνολικά την περιοχή και τα δημόσια σχολεία.
Τα κριτήρια για το κλείσιμο ή τη συνέχιση λειτουργίας των μειονοτικών σχολείων είναι εξαιρετικά ευνοϊκά, με όριο λειτουργίας μόλις 9 μαθητές, ενώ στα δημόσια ισχύει όριο 15 μαθητών. Μάλιστα, η ελληνική Πολιτεία παρέχει περισσότερους εκπαιδευτικούς ανά τμήμα και σημαντική οικονομική ενίσχυση στα μειονοτικά σχολεία, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις διαθέτουν καλύτερο τεχνολογικό εξοπλισμό από τα δημόσια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023 έκλεισαν 19 δημόσια σχολεία στη Θράκη, έναντι μόλις 9 μειονοτικών. Οι μέσοι όροι μαθητών ανά σχολείο φανερώνουν την προνομιακή μεταχείριση: περίπου 147 μαθητές ανά δημόσιο σχολείο έναντι 35 ανά μειονοτικό.
Επιπλέον, η ελληνική Πολιτεία αναλαμβάνει πλήρως τη μισθοδοσία των εκπαιδευτικών στα μειονοτικά σχολεία, κάτι που δεν προβλέπεται ρητά από τη Συνθήκη της Λωζάνης, αποδεικνύοντας τη βούληση για στήριξη και ενίσχυση της μειονοτικής εκπαίδευσης.
Η αλήθεια πίσω από τους όρους και τη διεθνοποίηση
Η χρήση όρων όπως «τουρκική μειονότητα» αντί για τον όρο «μουσουλμανική μειονότητα», που καθορίζει η Συνθήκη της Λωζάνης, αποτελεί μια πολιτική επιλογή που υπηρετεί τους γεωπολιτικούς στόχους της Άγκυρας. Η προσπάθεια διεθνοποίησης του ζητήματος μέσω των δηλώσεων του DEB και της προβολής από τουρκικά κρατικά μέσα όπως το Anadolu αποσκοπεί στην πίεση της ελληνικής Πολιτείας και την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στη Θράκη.
Συμπερασματικές Διαπιστώσεις
Η ελληνική Πολιτεία όχι μόνο τηρεί με ακρίβεια τα διεθνή της υποχρεώσεις βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης, αλλά έχει δημιουργήσει ένα από τα πιο υποστηρικτικά εκπαιδευτικά πλαίσια για τις μειονότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα επιχειρήματα περί «καταπίεσης» και «πολιτικών αφομοίωσης» δεν στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα, αλλά αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης γεωπολιτικής στρατηγικής.
Η ρητορική του DEB στηρίζεται σε ψευδείς ισχυρισμούς για παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης και κλείσιμο μειονοτικών σχολείων, που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η πλειοψηφία της μουσουλμανικής μειονότητας προτιμά πλέον τα δημόσια σχολεία, απορρίπτοντας το αναχρονιστικό, νεοθωμανικό πρότυπο που προωθούν οι τοπικοί θύλακες φιλοπροξενικής επιρροής.
Η εσωτερική μετακίνηση προς αστικά κέντρα και η ανάπτυξη επιχειρήσεων στη Θράκη αποτυπώνουν αυτή τη στροφή. Ταυτόχρονα, η ελληνική πολιτεία ενισχύει διαρκώς την εκπαίδευση της μειονότητας με χρηματοδοτήσεις και αναβάθμιση των δομών της.
Οι προσπάθειες διχασμού και εργαλειοποίησης από τουρκικά και τοπικά συμφέροντα τουρκοδιαίτων φιλοπροξενικών μικροπαραγόντων χάνουν έδαφος μπροστά στην πραγματικότητα των αλλαγών και των επιλογών της μειονότητας.
Η ανάγκη είναι να εστιάσουμε στην διατήρηση ενός θετικού, δημοκρατικού και πολυπολιτισμικού πλαισίου, όπου όλα τα παιδιά της Θράκης θα έχουν πρόσβαση στην καλύτερη δυνατή εκπαίδευση, με σεβασμό στην ιστορία, τη νομιμότητα και τις αρχές της ελληνικής Δημοκρατίας.
[σσ: Στην φωτογραφία το 4/θέσιο Μειονοτικό Σχολείο Δοκού που ανήκει στο Δίκτυο των Οικολογικών Σχολείων]
Οι φιλοπροξενικοί προωθούν τον σκοταδισμό στην Μειονότητα – Η κοινωνία τους περιφρονεί
Το DEB/ΚΙΕΦ κλιμακώνει την προπαγάνδα για την μειονοτική εκπαίδευση
ΥφΥΠΑΙΘΑ Ζέττα Μακρή: Η Ελληνική Πολιτεία διαχρονικά ενισχύει την εκπαίδευση στην Μειονότητα (video)