Η Σαμοθράκη, το ακριτικό νησί του Θρακικού Πελάγους, πλήρωσε βαρύτατο τίμημα για τη συμμετοχή της στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους οι κάτοικοί της ξεσηκώθηκαν κατά των Οθωμανών.
Πέντε: Το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης» – Ο νέος κύκλος της τριλογίας για την Ελληνική Επανάσταση
Η αντίδραση της Υψηλής Πύλης υπήρξε ανελέητη: την 1η Σεπτεμβρίου 1821 ο οθωμανικός στόλος αποβιβάστηκε στο νησί και ακολούθησε πολυήμερη σφαγή και λεηλασία. Χιλιάδες Σαμοθρακίτες σφαγιάστηκαν, ενώ άλλοι τόσοι αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. Το νησί ερημώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά· μαρτυρίες αναφέρουν πως μόλις 200 επιζώντες απέμειναν στη Σαμοθράκη.
Το γεγονός, αν και γνωστό στην Ευρώπη μέσω φιλελλήνων και περιηγητών όπως ο George Jarvis, ο Pouqueville και ο Lacroix, αγνοήθηκε από το επίσημο ελληνικό κράτος για περισσότερο από ογδόντα χρόνια. Μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Ίωνας Δραγούμης –τότε πρόξενος στο Δεδέ Αγάτς (Αλεξανδρούπολη)– αποκάλυψε τα ντοκουμέντα του ολοκαυτώματος. Προγενέστερα, ο Σαμοθρακίτης λόγιος Νικόλαος Φαρδύς είχε αναφερθεί στο γεγονός ήδη από το 1886, χωρίς όμως να υπάρξει ουσιαστική ανταπόκριση.
Η σφαγή ενέπνευσε σημαντικούς Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Ο Γάλλος ζωγράφος Auguste Vinchon δημιούργησε το αριστουργηματικό έργο «Μετά τη Σφαγή της Σαμοθράκης» (1827), ενώ ο ιστορικός Finlay σημείωνε πως ήταν αδύνατο να δικαιολογηθεί μία τόσο σκληρή τιμωρία σε αμάχους που δεν είχαν διαπράξει κανένα έγκλημα. Ακόμη και Τούρκοι ιστοριογράφοι, όπως ο Αχμέτ Δζεβέτ Πασάς, αναγκάζονταν να αναγνωρίσουν την καταστολή της εξέγερσης, αν και την παρουσίαζαν με ηπιότερους όρους.
Πριν από την Επανάσταση, η Σαμοθράκη αριθμούσε περίπου 4.000–4.500 κατοίκους και γνώριζε περίοδο ευημερίας. Η τουρκική επιδρομή κατέστρεψε τις υποδομές και τον κοινωνικό ιστό του νησιού, αφήνοντας πίσω ερείπια, αίμα και ένα λογχισμένο Ευαγγέλιο – σιωπηλό μάρτυρα της θηριωδίας.
Παρά την ιστορική σημασία του γεγονότος, το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης παρέμεινε στη σκιά μέχρι λίγο πριν την απελευθέρωση του νησιού το 1912, αποκαλύπτοντας ένα ακόμη τραγικό κεφάλαιο της Ελληνικής Επανάστασης που το έθνος άργησε να αναγνωρίσει.